Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡ τοῦ ἀφροῠ

См. также в других словарях:

  • ακόνιτο — (aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος… …   Dictionary of Greek

  • Νηρέας — Θεός της ήρεμης θάλασσας στην αρχαία Ελλάδα. Ο Ν. ήταν πατέρας των Νηρηίδων και σύζυγος της Ωκεανίδας Δωρίδας. Ο Ν. ήταν γιος της Γης και του Πόντου. «Άλιον γέροντα» (θαλασσινό γέρο) τον ονομάζει ο Όμηρος εμπνευσμένος από το θέαμα του αφρού που… …   Dictionary of Greek

  • κρεμ — ο η, το 1. αυτός που έχει το χρώμα τής κρέμας 2. (το ουδ.) το κρεμ το χρώμα τής κρέμας, τού αφρού τού γάλακτος, κιτρινωπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. creme] …   Dictionary of Greek

  • Φλέτσερ, Τζον Γκουλντ — (Fletcher, Λιτλ Ροκ, Αρκάνσας 1886 – 1950). Αμερικανός ποιητής. Έγραψε πολλούς τόμους ποιημάτων επηρεασμένος αρχικά από τον γαλλικό συμβολισμό και, στη συνέχεια, από τις ιδέες του Ε. Πάουντ και Α. Πόουελ. Από αυτά τα σημαντικότερα είναι:… …   Dictionary of Greek

  • ξάφρισμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξαφρίζω, αφαίρεση του αφρού. 2. μτφ., υπεξαίρεση, κλοπή, κλέψιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξάφριση — η [εξαφρίζω] αφαίρεση τού αφρού …   Dictionary of Greek

  • ξάφρισμα — το [ξαφρίζω] 1. η αφαίρεση τού αφρού από το φαγητό 2. αφαίρεση αντικειμένων ή μέρους ξένης περιουσίας με δόλιο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • Εσκί Σεχίρ — Πόλη (482.793 κάτ. το 2000) της Τουρκίας. Πρόκειται για μια μάλλον πρόσφατη πόλη, παρά την ονομασία της, που σημαίνει παλιά πόλη. Βρίσκεται περίπου 3 χιλιόμετρα ΒΔ από τα ερείπια του αρχαίου Δορυλαίου. Είναι χτισμένη σε ύψος 792 μ. στη δεξιά όχθη …   Dictionary of Greek

  • απόχη — Η εκούσια άρνηση συμμετοχής σε συζήτηση, ψηφοφορία και ειδικότερα η εκούσια άρνηση των εκλογέων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων. Σε πολλές όμως χώρες έχει καθιερωθεί νόμος για την υποχρεωτική ψηφοφορία και η α …   Dictionary of Greek

  • πυρκαγιά — Παλιά γραφή πυρκαϊά. Φαινόμενο καύσης περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένο, το οποίο προκαλεί ζημιές σε κτίρια, αποθήκες υλικών, δάση, μεταφορικά μέσα. Σε όλες τις περιπτώσεις, η καύσιμη ύλη που τροφοδοτεί την π. είναι το οξυγόνο της ατμόσφαιρας. Η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»