-
1 γένεσις
γένεσις, ἡ (γενέσϑαι), Ursprung, Entstehung; Hom. dreimal, Iliad. 14, 246 Ὠκεανοῠ, ὅς περ γένεσις πάντεσσι τέτυκται, 14, 201. 302 Ὠκεανόν τε, ϑεῶν γένεσιν, καὶ μητέρα Τηϑύν; – Her. 2, 146; πατρὸς μὲν οὖσα γένεσιν Εὐρύτου Soph. Tr. 379; oft bei Plat. u. Folgdn, Ggstz φϑορά Plat. Parm. 136 b; oft das Werden, dem Sein, οὐσία, entgegengesetzt; ἡ ἐκ τοῦ ἔρωτος Crat. 398 c; ἡ τοῦ ἀφροῠ, aus Schaum, ibid. 406 c. Allgem., Schöpfung, καὶ κόσμος Plat. Tim. 29 c; Phaedr. 245 e; das Geschaffene, Geschlecht, τὴν γένεσιν ἄκερων εἶναι Polit. 265 b; ἡ νῦν γένεσις καὶ τροφή Lgg. V, 740 e; ἡ τῶν προγόνων γ. οὐκ ἔπηλυς οὖσα Menex. 287 b; τῶν βασιλέων Legg. III, 691 d; Geschlecht als Zeitbestimmung, ἐν πολλαῖς γενέσεσιν Polit. 310 d, wo hernach ἐπὶ γενεὰς πολλάς steht; vgl. Phaedr. 248 d. Auch von Produkten der Kunst, ἡ τῶν ἱματίων, ὀργάνων καὶ ἔργων Plat. Polit. 281 b Legg. XI, 920 e. Bei Philipp. 34 (IX, 311) = Geschlechtstheile.
-
2 образование
1. (действие) η ίδρυση, η θεμελίωση, η εγκαθίδρυση, η δημιουργία 2. (результат) о σχηματισμός 3. (появление, создание) о σχηματισμός, η εμφάνιση, η διαμόρφωση 4. (обучение, просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωσηначальное - κατώτερη -, πρωτοβάθμια -среднее - μέση -, δευτεροβάθμια -5. (совокупность знаний, полученных в результатеобучения) η μόρφωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > образование
-
3 пенкоснимательство
-а ουδ.σφετερισμός, ιδιοποίηση, οικειοποίηση (του καλύτερου μέρους, του αφρού)• αλλοτριοφαγία. -
4 πομφολυξ
-
5 пенопровод
το δίκτυο του αφρού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пенопровод
-
6 αφρός
ο1) пена;της θάλασσας — морская пена;γεμάτος αφρο — покрытый пеной (о животных);
2) перен. верхний слой (жидкости);ψάρια τού αφρού — неглубоководная рыба;
3) перен. сливки, самая лучшая, отборная часть (чего-л.);4) перен. что-то нежное, лёгкое, воздушное, хрупкое;§ αφρός της θάλασσας — сепиолит, морская пенка;
βγάζω αφρούς απ' το κακό μου — кипеть от ярости, приходить в ярость, бесноваться
-
7 Ἀφροδίτη
II as Appellat., sexual love, pleasure, Od.22.444;ὑπ' Ἀπόλλωνι ψαύειν Ἀφροδίτας Pi.O.6.35
;ἔργα Ἀφροδίτης h.Ven.1
,9, etc.; μὰ τὴν Ἀ., νὴ τὴν Ἀ., a woman's form of oath, Ar.Lys. 208, Ec. 189, etc.2 generally, vehement longing or desire, E.IA 1264;Ἀ. τιν' ἡδεῖαν κακῶν
enjoyment,Id.
Ph. 399.3 beauty, grace, charm,ἔρρει πᾶσ' Ἀ. A.Ag. 419
(lyr.);τοιαύτην Ἀ. ἐπὶ τῇ γλώττῃ.. ἔχει Luc.Scyth.11
;πολλὴν Ἀ. τῷ λόγῳ περιτιθέναι D.H.Comp.3
.III ὁ τᾶς Ἀφροδίτας [ἀστήρ] the planet Venus, Ti.Locr.97a, cf. Pl.Epin. 987b, Arist.Metaph. 1073b31, etc.IV Pythag. name for five, Theol.Ar.31.V seedtime, Orph.Fr.33.VI name of various plasters, Aët.12.48, 15.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀφροδίτη
-
8 γένεσις
γένεσις, Ursprung, Entstehung; oft das Werden, dem Sein, οὐσία, entgegengesetzt; ἡ τοῦ ἀφροῠ, aus Schaum. Allgem., Schöpfung; das Geschaffene, Geschlecht; Geschlecht als Zeitbestimmung. Auch von Produkten der Kunst; Geschlechtsteile -
9 ствол
1. (дерева) о κορμός (του δέντρου) 2. (ружья) η κάννη 3. (шахты) το φρεάριο 4. тех. το ακροφύσι/οлафетный пенный - мор. о σταθερός κορμός του - ου αφρού5. анат. о κορμός, ο στέλεχος 6. арх. (колонны) о κορμός του κίονος/στύλου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ствол
-
10 генератор
η γεννήτριαглавный мор. - κύρια -- пены горн. - αφρού- развертки η χρονογεννήτρια, βασική -- с самовозбуждением (автогенератор) - με αυτοδιέγερση, η αυτο-γεννήτριαстояночный мор. - του λιμέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > генератор
-
11 магистраль
1. (основная линия в путях сообщения) η συγκοινωνική αρτηρία (άξονας) 2. (улица с интенсивным движением) η κυρία οδός 3. (свз., эл.) η γραμμή 4. (трубо-провод) о κύριος αγωγόςη κυρία σωλήνωσηвпускная ав. - εισαγωγήςмасляная - λαδιού/ελαίουосушительная мор. - αποστράγγισης5. вчт. о δίαυλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > магистраль
-
12 раствор
1. (однородная смесь с равномерным распределением одного вещества в среде другого) το διάλυματο μείγμαвыпадать из - а κατακάθομαι από το -, κατακρημνίζομαι από το -, образовывать - δημιουργώ -крепкий - ισχυρό -, συμπυκνωμένο -начальный - хим. αρχικό -пропитывающий - (противогнилостный) - συντήρησης, αντισηπτικό -строительный - το κονίαμα, η λάσπη οικοδομήςтравильный мет. - καθαρισμού (εμβάπτισης)травящий полигр. - χάραξηςфизиологический - мед. о ορός2. (расстояние между точками, элементами устройства и т п.) το άνοιγμα· - антенны - της κεραίας- ράουλωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раствор
См. также в других словарях:
ακόνιτο — (aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος… … Dictionary of Greek
Νηρέας — Θεός της ήρεμης θάλασσας στην αρχαία Ελλάδα. Ο Ν. ήταν πατέρας των Νηρηίδων και σύζυγος της Ωκεανίδας Δωρίδας. Ο Ν. ήταν γιος της Γης και του Πόντου. «Άλιον γέροντα» (θαλασσινό γέρο) τον ονομάζει ο Όμηρος εμπνευσμένος από το θέαμα του αφρού που… … Dictionary of Greek
κρεμ — ο η, το 1. αυτός που έχει το χρώμα τής κρέμας 2. (το ουδ.) το κρεμ το χρώμα τής κρέμας, τού αφρού τού γάλακτος, κιτρινωπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. creme] … Dictionary of Greek
Φλέτσερ, Τζον Γκουλντ — (Fletcher, Λιτλ Ροκ, Αρκάνσας 1886 – 1950). Αμερικανός ποιητής. Έγραψε πολλούς τόμους ποιημάτων επηρεασμένος αρχικά από τον γαλλικό συμβολισμό και, στη συνέχεια, από τις ιδέες του Ε. Πάουντ και Α. Πόουελ. Από αυτά τα σημαντικότερα είναι:… … Dictionary of Greek
ξάφρισμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξαφρίζω, αφαίρεση του αφρού. 2. μτφ., υπεξαίρεση, κλοπή, κλέψιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξάφριση — η [εξαφρίζω] αφαίρεση τού αφρού … Dictionary of Greek
ξάφρισμα — το [ξαφρίζω] 1. η αφαίρεση τού αφρού από το φαγητό 2. αφαίρεση αντικειμένων ή μέρους ξένης περιουσίας με δόλιο τρόπο … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
Εσκί Σεχίρ — Πόλη (482.793 κάτ. το 2000) της Τουρκίας. Πρόκειται για μια μάλλον πρόσφατη πόλη, παρά την ονομασία της, που σημαίνει παλιά πόλη. Βρίσκεται περίπου 3 χιλιόμετρα ΒΔ από τα ερείπια του αρχαίου Δορυλαίου. Είναι χτισμένη σε ύψος 792 μ. στη δεξιά όχθη … Dictionary of Greek
απόχη — Η εκούσια άρνηση συμμετοχής σε συζήτηση, ψηφοφορία και ειδικότερα η εκούσια άρνηση των εκλογέων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων. Σε πολλές όμως χώρες έχει καθιερωθεί νόμος για την υποχρεωτική ψηφοφορία και η α … Dictionary of Greek
πυρκαγιά — Παλιά γραφή πυρκαϊά. Φαινόμενο καύσης περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένο, το οποίο προκαλεί ζημιές σε κτίρια, αποθήκες υλικών, δάση, μεταφορικά μέσα. Σε όλες τις περιπτώσεις, η καύσιμη ύλη που τροφοδοτεί την π. είναι το οξυγόνο της ατμόσφαιρας. Η… … Dictionary of Greek